- ευωνυμίνη
- ηρητινώδες εκχύλισμα που εξάγεται από τον φλοιό τού φυτού ευώνυμος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. euonymin < νεολατιν. euonymus < eu (πρβλ. ευ) + -onymus (πρβλ. -ωνυμος < όνυμα «όνομα» με -ω- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει)].
Dictionary of Greek. 2013.